-
1 κατα-τιτράω
κατα-τιτράω (s. τιτράω), durchbohren, durchstoßen; κατατετρημένας σήραγγας Plat. Tim. 70 c; Sp., wie Strab. XV, 702, Plut.
-
2 σῆραγξ
σῆραγξ, αγγος, ἡ, Höhlung, Kluft, Ritze, bes. Felsenhöhle, Erdspalt, ausgehöhlte Klippen unter der Meeresfläche; auch übh. der Felsen; Soph. frg. 493 κρημνούς τε καὶ σήραγγας ἠδ' ἐπακτίας αὐλῶνας; Phot. erkl. ὕφαλος πέτρα, ῥήγματα ἔχουσα u. αἱ ὑπὸ γῆν ὑπομήκεις ἐκρήξεις, ἃς ὑποτρέχον τὸ ὕδωρ ζητεῖ διέξοδον; Plat. Phaed. 110 a vrbdt σήραγγες καὶ ἄμμος; Tim. 70 c σήραγγας ἐντὸς ἔχουσαν οἷον σπόγγου κατατετρημένας; τῶν πετριδίων, Arist. H. A. 5, 15. Vgl. noch Theocr. 25, 223 u. Hel. 2, 24.
-
3 κατατιτραω
просверливать, пробуравливать(τέν σάρκα Plut.)
σήραγγας ἔχειν κατατετρημένας Plat. — быть пронизанным каналами, иметь полости -
4 κατατετραίνω
κατατετραίνω, found as [tense] pres. only in the form [suff] καταταρτᾰρ-τιτράω Gal.11.402: [tense] aor. 1 - έτρησα Plu.2.689c:—A bore through, perforate, ll.cc.: usu. in [tense] pf. [voice] Pass., σήραγγας κατατετρημένας cavities bored through it, Pl.Ti. 70c, cf. Str.15.1.36;ὁ πλεύμων πόροις κατατέτρηται Plu.2.699a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατατετραίνω
См. также в других словарях:
σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… … Dictionary of Greek